- ἤπησις
- ἤπησις, ἡ, das Heilen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ήπησις — ἤπησις, ή (Μ) [ηπάομαι] επιδιόρθωση, επισκευή … Dictionary of Greek
ηπάομαι — ἠπάομαι (Α) διορθώνω, επισκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η ) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής,… … Dictionary of Greek
ἠπήσεως — ἠπήσεω̆ς , ἤπησις mending fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)